εμπατή

εμπατή
η
1) вход в подвал; 2) подвал

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εμπατή" в других словарях:

  • εμπατή — εμπατή, η και αμπατή, η 1. είσοδος υπογείου από το πάνω μέρος. 2. το υπόγειο. 3. (ναυτ.), η είσοδος πλοίου σε λιμάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπατή — και αμπατή, η 1. είσοδος σε υπόγειο από την οροφή του, καταρράχτης 2. υπόγειο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»